- αχού!
- βλ. αχ!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχ — και άχου και αχού και άχι επιφώνημα με το οποίο εκφράζεται: 1) πόνος, λύπη («Αχ, πώς πονώ», «Αχ, ο δύστυχος») 2) οργή, αγανάκτηση («Αχ, τον παλιάνθρωπο», «Αχ, και να σε πιάσω») 3) σφοδρή επιθυμία («Αχ, να μπορούσα») 4) ευχαρίστηση, ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
αχ! — και άχου! και αχού! και αχί! 1. επιφώνημα πόνου ή λύπης: Αχ! κακό που μας βρήκε. 2. σπν. ως επιφώνημα χαράς ή πόθου: Αχ! πόσο χάρηκα που ήρθες. 3. ως ουσ. με το άρθρο, το αχ!, ο πόνος: Τον έφαγε το αχ! και το βαχ! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυριαχού — μυριαχοῡ (Α) επίρρ. σε αναρίθμητα μέρη, σε άπειρους τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + επιρρμ. κατάλ. αχού (πρβλ. μοναχοῦ, πολλαχοῦ)] … Dictionary of Greek
ὤχου — ἄ̱χου , ἀχεύω grieving imperf ind pass 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἄχου , ἀχεύω grieving pres imperat pass 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)